- Ιταλός
- οθηλ. -ίδα άτομο που έχει ιταλική καταγωγή ή εθνικότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ἰταλός — Italian masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰταλός — Italian masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλός — Μυθολογικό πρόσωπο, γενάρχης των Ιταλών. Αναφέρεται στους Νόστους και στην Τηλεγόνεια ως γιος της Πηνελόπης και του Τηλέγονου. Σύμφωνα με τον Αντίγονο τον Συρακούσιο, ο Ι. ήταν ηγεμόνας του νότιου τμήματος της Καλαβρίας. Άλλοι μύθοι αναφέρουν πως … Dictionary of Greek
Ιωάννης ο Ιταλός — (11ος αι.). Φιλόσοφος.Ήταν μαθητής του Ψελλού και φίλος των βυζαντινών αυτοκρατόρων Μιχαήλ Δούκα Z’ και Αλέξιου Κομνηνού. Κάποια στιγμή ο I. ο Ι. ήρθε σε σύγκρουση με τον δάσκαλό του, επειδή τον θεωρούσε συντηρητικό. Στη διδασκαλία του οφείλεται… … Dictionary of Greek
Ἰταλῶν — Ἰταλός Italian fem gen pl Ἰταλός Italian masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰταλόν — Ἰταλός Italian masc acc sg Ἰταλός Italian neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Итал — (Ίταλος) царь энотров, именем которого, по преданию, названа Италия. Предание то называет его зятем Латина и отцом Рема, основателя Рима, то приписывает основание города его дочери Роме. Аристотель хвалит И., как просветителя кочевников энотров … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ιταλιστί — [Ιταλός] επίρρ. στην ιταλική γλώσσα, ιταλικά … Dictionary of Greek
Γκότσολι, Μπενότσο — Ιταλός ζωγράφος. Βλ. λ. Μπενότσο, Γκότσολι … Dictionary of Greek
Ησαΐας, Ιωσήφ — Ιταλός φιλέλληνας και αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Μεσσήνη της Σικελίας. Υπηρετώντας ως υπολοχαγός στην Ισπανία, ταξίδεψε στην Ελλάδα το 1821, για να πάρει μέρος στον Αγώνα για την ανεξαρτησία. Μετείχε με άκρατο ενθουσιασμό σε πολλές… … Dictionary of Greek